- απόσχολα
- επίρρ. после каникул; после праздников (рождества, пасхи)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀποσχολάσας — ἀποσχολά̱σᾱς , ἀποσχολάζω rest fut part act fem acc pl (doric) ἀποσχολά̱σᾱς , ἀποσχολάζω rest fut part act fem gen sg (doric) ἀποσχολάσᾱς , ἀποσχολάζω rest aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)